-
1 λιποθυμώ
[липотимо] р. терять сознаниеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λιποθυμώ
-
2 обморок
-
3 падать
падать 1) πέφτω, γκρεμίζομαι· \падать в обморок λιποθυμώ 2) (идти, выпадать) πέφτω·\падатьет снег πέφτει χιόνι 3) χαμηλώνω (тк. о температуре)* * *1) πέφτω, γκρεμίζομαιпа́дать в о́бморок — λιποθυμώ
2) (идти, выпадать) πέφτωпа́дает снег — πέφτει χιόνι
3) χαμηλώνω (тк. о температуре) -
4 сознание
сознание с 1) (долга и т. п.) η συνείδηση 2) (чувство) η συναίσθηση; потерять \сознание χάνω τις αισθήσεις, λιποθυμώ* прийти в \сознание συνέρχομαι* * *с1) (долга и т. п.) η συνείδηση2) ( чувство) η συναίσθησηпотеря́ть созна́ние — χάνω τις αισθήσεις, λιποθυμώ
прийти́ в созна́ние — συνέρχομαι
-
5 терять
-
6 чувство
чувство с в разн. знач. το αίσθημα; \чувство долга η συνείδηση του καθήκοντος; без чувств αναίσθητος; лишиться чувств λιποθυμώ· привести в \чувство συνεφέρνω* * *с в разн. знач.το αίσθημαчу́вство до́лга — η συνείδη ση του καθήκοντος
лиши́ться чувств — λιποθυμώ
привести́ в чу́вство — συνεφέρνω
-
7 беспамятство
беспамят||ствос1. (обморочное состояние) ἡ λιποθυμία:впадать в \беспамятствоство χάνω τίς αἰσθήσεις μου, λιποθυμῶ;2. (исступление):в \беспамятствостве (вне себя) ἔξω φρενών, ἐκτός ἐαυτοῦ. -
8 забытье
забытьес ἡ νάρκη, ὁ ἐλαφρός ὑπνος (дремота)! ἡ βύθιση, ὁ βύθος, ἡ λήθη (беспамятство):впадать в \забытье πέφτω σέ λήθη, λιποθυμώ. -
9 обморок
обморокм ἡ λιποθυμία, ἡ λιγοθυμιά:падать в \обморок λιποθυμώ, λιγοθυμω. -
10 падать
пада||тьнесов1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):\падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν3. (приходиться) πέφτω:все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·4. (выпадать) πέφτω:волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·5. (понижаться) πέφτω:температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ. -
11 чувство
чувствос в разн. знач. τό αίσθημα, ἡ αἰσθηση [-ίς], τό συναίσθημα, ἡ συ-ναίσθηση [-ις]:органы чувств τά αἰσθητήρια ὀργανα, τά ὀργανα τών αἰσθήσεων \чувство боли αίσθημα πόνου· \чувство гордости αίσθημα περηφάνειας· \чувство жалости τό αίσθημα οίκτου, ἡ συμπόνοια· \чувство собственного достоинства τό αίσθημα τής ἀξιοπρέπειας· \чувство ответственности αίσθημα εὐθύνης· \чувство долга ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος· обман чувств ἡ ψευδαίσθηση[-ις]· лишиться чувств χάνω τίς αίσθήσεις μου, λιποθυμώ· привести в \чувство συνε-φέρνω· прийти в \чувство συνέρχομαι. -
12 обморок
-
13 обомлеть
-лею, -лешьρ.σ.1. παλ. λιποθυμώ, λιγοθυμώ, λιποψυχώ.2. απολιθώνομαι, μαρμαρώνω, μένω κόκκαλο, ξερός.3. μουδιάζω, μυρμηγκιάζω. -
14 сомлеть
-ею, -еешьρ.σ. (παλ. κ. απλ.).1. αδυνατίζω, εξασθενίζω, αποκάμνω.2. λιποθυμώ, λιποψυχώ, λιγσθυμώ.
См. также в других словарях:
λιποθυμώ — άω και έω (AM λιποθυμῶ, έω) υφίσταμαι λιποθυμία νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λιποθυμισμένος, η, ο α) λιπόθυμος β) μτφ. (για ήχο) πολύ σιγανός, ξεψυχισμένος («ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος», Σολωμ.) μσν. μένω άπνους, νεκρός, πεθαίνω… … Dictionary of Greek
λιποθυμώ — λιποθυμάω / λιποθυμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), λιποθύμησα, λιποθυμισμένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιποθυμώ — λιποθύμησα, λιποθυμισμένος, αμτβ., χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ: Λιποθύμησε από τη ζέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγοθυμώ — άω (Μ λιγοθυμῶ, έω) λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιποθυμῶ, με παρετυμολογική επίδραση τού λίγος] … Dictionary of Greek
λιποψυχώ — άω και έω (AM λιποψυχῶ, έω) 1. λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου («τραυματισθεὶς πολλὰ ἐλιποψύχησε», Θουκ.) 2. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω μσν. 1. χάνω τις δυνάμεις μου, εξασθενώ 2. μέσ. λιποψυχοῡμαι, έομαι λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα παραγόταν… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
συνεκψύχω — Μ λιποθυμώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκψύχω «λιποθυμώ, ξεψυχώ»] … Dictionary of Greek
ωρακιώ — (I) και ὠρακιῶ, άω, ΜΑ γίνομαι κίτρινος σαν το κερί, ωχριώ, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὡρακιῶ, με επίθημα ιάω, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. ἰλλιγγιῶ), προϋποθέτει αμάρτυρο τ. *ὥρ αξ «αδιάθετος» (πρβλ. νέ αξ, πλούτ αξ), παράλληλο τ. αμάρτυρης θεματικής … Dictionary of Greek
απαυδώ — (AM ἀπαυδῶ, άω) 1. δεν μπορώ πια να μιλήσω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι αρχ. 1. απαγορεύω 2. αρνούμαι 3. παρουσιάζω έλλειψη 4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»] … Dictionary of Greek
απολιγώνω — (Μ ἀπολιγώνω) 1. κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία 2. ( ομαι) λιποθυμώ … Dictionary of Greek
αποξενώνω — (ἀποξενώνω, AM ἀποξενῶ, όω) απομακρύνω κάποιον και τον θεωρώ ξένο νεοελλ. αποστερώ κάποιον από δικαιώματα του μσν. νεοελλ. ( ομαι) παύω να έχω σχέση με κάτι μσν. χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ αρχ. 1. εξορίζω κάποιον 2. υποστηρίζω ότι κάτι δεν… … Dictionary of Greek